- Πρόξενος
- Πρόξενοςpublicmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρόξενος — public masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόξενος — Άμισθος ή έμμισθος κρατικός υπάλληλος, ο οποίος εδρεύει μόνιμα στο έδαφος αλλοδαπού κράτους, με τη συγκατάθεση του τελευταίου, και έχει ως αποστολή να εξυπηρετεί τα συμφέροντα ή να διεκπεραιώνει υποθέσεις των πολιτών του κράτους που εκπροσωπεί ή… … Dictionary of Greek
πρόξενος — ο 1. ως ουσ., επίσημος αντιπρόσωπος κράτους σε ξένη χώρα. 2. ως επίθ., πρόξενος αυτός που προξενεί, προκαλεί, ο υπαίτιος: Έγινε πρόξενος καταστροφής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προξείνους — πρόξενος public masc acc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προξείνων — πρόξενος public masc gen pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Προξένοις — Πρόξενος public masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προξένοις — πρόξενος public masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Προξένοισι — Πρόξενος public masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προξένοισι — πρόξενος public masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Προξένου — Πρόξενος public masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)